αλέρωτος

αλέρωτος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι λερωμένος, ο καθαρός: Το παιδί τώρα πια μένει αλέρωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλέρωτος — η, o 1. αυτός που δεν λερώθηκε, καθαρός, παστρικός 2. ο ηθικά αγνός, άσπιλος, αμόλυντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λερώνω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλερωσιά] …   Dictionary of Greek

  • αβρόμιστος — η, ο [βρομίζω] αρρύπαντος, αλέρωτος, καθαρός …   Dictionary of Greek

  • αλερωσιά — η [αλέρωτος] 1. καθαριότητα, πάστρα 2. ηθική αγνότητα, το άσπιλο …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”